- αίσθηση
- Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της αισθητικότητας. Η λειτουργία της α. είναι λιγότερο ή περισσότερο ανεπτυγμένη στα διάφορα ζωικά είδη, ανάλογα με τον βαθμό της φυλογονικής του εξέλιξης. Στα μονοκύτταρα όντα (πρωτόζωα) η αισθητικότητα εμφανίζεται με τη μορφή διάχυτης ερεθιστικότητας σε ολόκληρο το κυτταρικό πρωτόπλασμα. Πιο εξελιγμένη παρουσιάζεται η αισθητικότητα ορισμένων πολυκυτταρικών οργανισμών (μετάζωα, π.χ. μέδουσα), όπου μερικά από τα κύτταρα που βρίσκονται σε άμεση επαφή με τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος (επιθηλιακά κύτταρα) διαφοροποιούνται σε πραγματικά στοιχεία υποδοχής των ερεθισμάτων και μετάδοσης αυτών σε εκτελεστικές μυϊκές ίνες, ικανές για κινητικές αντιδράσεις. Σε οργανισμούς με μεγαλύτερη διαφοροποίηση, τα δύο έργα, της υποδοχής και της εκτέλεσης εντολών, έχουν ανατεθεί σε στοιχεία που χωρίζονται μεταξύ τους από ανατομοϊστολογικής πλευράς (υποδοχείς και κινητικά νευρικά κύτταρα), συνδέονται όμως ακόμα λειτουργικά με διάφορους τρόπους, μεταξύ των οποίων ο πιο στοιχειώδης είναι της αντανακλαστικής λειτουργίας. Στον άνθρωπο η λειτουργία της α. έχει ανατεθεί σε διάφορους τύπους υποδοχέων που καθένας τους, χάρη σε ειδικά ανατομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, είναι εκλεκτικά ευαίσθητος σε ορισμένο είδος ερεθίσματος (ηχητικό, φωτεινό, απτικό κλπ.). Αυτοί οι υποδοχείς, διασκορπισμένοι περιφερικά του εγκεφαλονωτιαίου άξονα (περιφερικοί αναλυτές του Παβλόφ), συνδέονται μέσω αισθητηρίων νεύρων με τον εγκέφαλο, όπου ειδικά νευρικά κύτταρα δέχονται τα αισθητήρια μηνύματα (κεντρικοί αναλυτές του Παβλόφ).Οι περιφερικοί αναλυτές είναι δύο τύπων: α) των ειδικών α., οι οποίοι διακρίνονται σε αυτούς με υψηλή διαφοροποίηση (όρασης, ακοής, όσφρησης, γεύσης, θέσης και κίνησης) που αντιπροσωπεύονται από τα αισθητήρια όργανα, και σε εκείνους με χαμηλή διαφοροποίηση της γενικής σωματικής αισθητικότητας (αφής, θερμότητας, πόνου, ιδιοδεκτικής) και β) της σπλαγχνικής αισθητικότητας που υπάρχουν σε διάφορα τμήματα του οργανισμού, με τη μορφή πολύπλοκων κατασκευών.Οι σχέσεις ποιοτικής φύσης που υπάρχουν μεταξύ ερεθίσματος και α. ρυθμίζονται από τον νόμο της ειδικής ενέργειας των αισθήσεων του Μίλερ (1838), κατά τον οποίο η διαφορά μεταξύ των αισθημάτων εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση των αισθητηρίων νεύρων και όχι από τη διαφορετική φύση των ερεθισμάτων: και ο μηχανικός ερεθισμός του οπτικού νεύρου προκαλεί φωτεινό αίσθημα, αν και χονδρικό σε σύγκριση με το αίσθημα που προκαλείται από ομόλογο ερέθισμα. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα είναι προτιμότερο να μιλάμε για λειτουργική εξειδίκευση των αισθητηρίων συστημάτων, στα οποία πρώτη θέση κατέχουν όχι τόσο τα αισθητήρια νεύρα, όσο οι κεντρικοί και περιφερικοί αναλυτές. Κατά τον ίδιο πάντα νόμο του Μίλερ, τα αισθητήρια νεύρα δεν μας πληροφορούν για το αντικείμενο-ερέθισμα, αλλά για τις λειτουργικές μεταβολές που προκαλούνται σε αυτά τα ίδια τα νεύρα από το αντικείμενο-ερέθισμα. Αυτές οι μεταβολές, που έχουν την προέλευσή τους στο επίπεδο των περιφερικών αναλυτών, όπου η ενέργεια των ερεθισμάτων μετατρέπεται σε ενέργεια την οποία ενέχουν τα αισθηματικά φαινόμενα, μεταδίδονται έπειτα στα νευρικά κέντρα με τη μορφή πληροφοριών.
Τα αντικείμενα, για παράδειγμα, τα οποία βλέπουμε είναι το αποτέλεσμα της μεταβολής σε οπτικές εικόνες (ηλεκτροχημική ενέργεια) των φωτεινών κυμάτων (ηλεκτρομαγνητική ενέργεια) που παράγονται από τα αντικείμενα ή αντανακλώνται σε αυτά. Για να γίνει συνειδητό ένα ερέθισμα πρέπει να υπερβαίνει ορισμένο όριο έντασης, που ονομάζεται κατώφλι της συνείδησης. Η σχέση μεταξύ της έντασης των αισθημάτων διέπεται από τους νόμους του Βέμπερ και του Φέχνερ. Κατά τον νόμο του Βέμπερ, το διαφορικό κατώφλι της συνείδησης μεταξύ δύο ερεθισμάτων αυξάνει ανάλογα προς την τιμή του ασθενέστερου ερεθίσματος. Π.χ. οι διαφορές βάρους μεταξύ 30 και 31 γρ., 60 και 62 γρ., 90 και 93 γρ. γίνονται αισθητές σαν να είναι όμοιες. Μαθηματική προέκταση αυτού του νόμου είναι ο νόμος του Φέχνερ, κατά τον οποίον η ένταση των αισθημάτων ισούται προς τον λογάριθμο του φυσικού μεγέθους των ερεθισμάτων: δηλαδή η ένταση των ερεθισμάτων αυξάνει κατά γεωμετρική πρόοδο και η ένταση των αισθημάτων αυξάνει κατά αριθμητική πρόοδο. Το ενδιαφέρον για τη φυσιολογία των α. άρχισε τον 18ο αι. ως εκδήλωση της εμπειρικής σκέψης, που θεωρούσε την εμπειρία μέσω των α. ως μοναδική πηγή αληθινής γνώσης του κόσμου. Το πέρασμα από τη φυσιολογική μελέτη στην ψυχολογική έγινε τον 19ο αι. όταν μέσα σε θετικιστικό κλίμα πρώτος ο Βουντ ανέπτυξε θεωρία που βασίζεται στην αρχή της προσαρμογής των στοιχείων των α. προς τους ερεθισμούς.
Αμοιβάδα σε στιγμή κίνησης με την εκβολή ενός ψευδοποδίου. Στα μονοκύτταρα όντα η αισθητικότητα είναι διάχυτη σε ολόκληρο το κυτταρικό πρωτόπλασμα.
Διαφοροποίηση των κυττάρων σε ένα κοιλεντερωτό (μέδουσα): Α) επιθηλιακά κύτταρα· Β) κύτταρα υποδοχής· Γ) μυϊκοί εκτελεστές.
Σχηματική παράσταση απλού αντανακλαστικού τόξου όπως εμφανίζεται σ’ ένα άλλο κοιλεντερωτό (θαλάσσια ανεμώνη): Α) επιθηλιακά κύτταρα· Β) κύτταρα υποδοχής· Γ) κινητικά νευρικά κύτταρα· Δ) μυϊκοί εκτελεστές.
* * *η (Α αἴσθησις) [αἰσθάνομαι]1. η αντίληψη διά μέσου τών αισθητηρίων οργάνων, η ίδια η λειτουργία κάθε αισθητηρίου οργάνου2. καθεμία από τις πέντε αισθήσεις, δηλ. τις λειτουργίες με τις οποίες ο ανώτερος οργανισμός αντιλαμβάνεται τους ερεθισμούς τού περιβάλλοντος ή και τού ίδιου τού σώματός του3. συναίσθηση, επίγνωση, συνείδησηνεοελλ.1. εντύπωση και ειδικά η ζωηρή εντύπωση, η μεγάλη απήχηση2. διαίσθηση, προαίσθησηαρχ.1. αισθητήριο όργανο, έδρα αισθήσεως2. νοητική ικανότητα, αντίληψη, γνώση, κατανόηση3. (με αντικειμ. σημ.) η εντύπωση που προκαλεί η αίσθηση, το αίσθημα4. (για το κυνήγι) μυρωδιά, ίχνη5. «αἰσθήσεις θεῶν», οράματα, ορατή παρουσία τών θεών6. 7. (για πράγματα) (φρ. που χρησιμεύει ως παθ. τού ρ. αἰσθάνομαι) «αἴσθησιν ἔχω ἢ παρέχω» γίνομαι αντιληπτός8. φρ. «ἔχω αἴσθησίν τινος», αισθάνομαι κάτι«παρεχω αἴσθησίν τινος», παρέχω τα μέσα για την παρατήρησή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσθάνομαι.ΠΑΡ. νεοελλ. αισθησιακός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αισθησιαρχία].
Dictionary of Greek. 2013.